παρελαύνω

παρελαύνω
ΝΑ / και παρελάω Α [ελαύνω]
διέρχομαι κοντά από κάτι, περνώ μπροστά από κάπου
νεοελλ.
1. (για στρατό, οργανώσεις, σχολεία) περνώ κατά φάλαγγα ή κατά παραγωγή μπροστά από αρχηγό ή από τιμώμενο πρόσωπο, περνώ από τους κεντρικούς δρόμους μιας πόλης μετά από επιθεώρηση ή τελετή
2. ναυτ. πλέοντας κατά παραγωγή καταφθάνω και αντιπαραπλέω τον εχθρό βάλλοντας διαδοχικά εναντίον του («παρελαύνω τους πολεμίους»)
αρχ.
1. (για οχήματα που τρέχουν κατά αντίθετη φορά) αντιπαρέρχομαι
2. (για οχήματα που τρέχουν κατά την ίδια φορά) ξεπερνώ, προσπερνώ
3. προσπερνώ πλέοντος
4. απέρχομαι, απομακρύνομαι βιαστικά πάνω σε όχημα («ταῡτ' εἰπὼν παρήλαυνε», Ξεν.)
5. οδηγώ δίφρο, άρμα, άλογο
6. επιβαίνω σε άρμα ή άλογο («παρελαύνων ἐφ ἅρματος», Ξεν.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παρελαύνω — παρελαύνω, παρέλασα και παρήλασα βλ. πίν. 96 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παρελαύνω — παρελαύ̱νω , παρελαύνω drive by aor subj act 1st sg παρελαύ̱νω , παρελαύνω drive by pres subj act 1st sg παρελαύ̱νω , παρελαύνω drive by pres ind act 1st sg παρελαύ̱νω , παρελαύνω drive by aor subj act 1st sg παρελαύ̱νω , παρελαύνω drive by pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρελαύνω — παρέλασα, περνώ μπροστά από κάποιον σε γραμμή με άλλους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρελᾶν — παρελαύνω drive by fut part act masc voc sg (attic doric aeolic) παρελαύνω drive by fut part act neut nom/voc/acc sg (attic doric aeolic) παρελαύνω drive by fut part act masc nom sg (attic doric aeolic) παρελαύνω drive by fut inf act (attic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρελαυνούσης — παρελαύνω drive by fut part act fem gen sg (attic epic) παρελαῡνούσης , παρελαύνω drive by pres part act fem gen sg (attic epic ionic) παρελαύνω drive by fut part act fem gen sg (attic epic) παρελαῡνούσης , παρελαύνω drive by pres part act fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρελᾶντα — παρελαύνω drive by fut part act neut nom/voc/acc pl (attic doric aeolic) παρελαύνω drive by fut part act masc acc sg (attic doric aeolic) παρελαύνω drive by pres part act neut nom/voc/acc pl (epic doric aeolic) παρελαύνω drive by pres part act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρελάσσῃ — παρελαύνω drive by aor subj mid 2nd sg (epic) παρελαύνω drive by aor subj act 3rd sg (epic) παρελαύνω drive by fut ind mid 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρελασάντων — παρελαύνω drive by aor part act masc/neut gen pl παρελαύνω drive by aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεληλακότα — παρελαύνω drive by perf part act neut nom/voc/acc pl παρελαύνω drive by perf part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρελάσαντα — παρελαύνω drive by aor part act neut nom/voc/acc pl παρελαύνω drive by aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”