- παρελαύνω
- ΝΑ / και παρελάω Α [ελαύνω]διέρχομαι κοντά από κάτι, περνώ μπροστά από κάπουνεοελλ.1. (για στρατό, οργανώσεις, σχολεία) περνώ κατά φάλαγγα ή κατά παραγωγή μπροστά από αρχηγό ή από τιμώμενο πρόσωπο, περνώ από τους κεντρικούς δρόμους μιας πόλης μετά από επιθεώρηση ή τελετή2. ναυτ. πλέοντας κατά παραγωγή καταφθάνω και αντιπαραπλέω τον εχθρό βάλλοντας διαδοχικά εναντίον του («παρελαύνω τους πολεμίους»)αρχ.1. (για οχήματα που τρέχουν κατά αντίθετη φορά) αντιπαρέρχομαι2. (για οχήματα που τρέχουν κατά την ίδια φορά) ξεπερνώ, προσπερνώ3. προσπερνώ πλέοντος4. απέρχομαι, απομακρύνομαι βιαστικά πάνω σε όχημα («ταῡτ' εἰπὼν παρήλαυνε», Ξεν.)5. οδηγώ δίφρο, άρμα, άλογο6. επιβαίνω σε άρμα ή άλογο («παρελαύνων ἐφ ἅρματος», Ξεν.).
Dictionary of Greek. 2013.